λασπονέρι — το νερό θολό από τη λάσπη, βουρκονέρι: Μετά τη βροχή οι λακκούβες ήταν γεμάτες λασπονέρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λασπόνερο — και λασπονέρι, το νερό θολό από το πολύ χώμα που περιέχει … Dictionary of Greek